μουτσόπουλο

μουτσόπουλο
το
μικρός μούτσος, ναυτόπουλο («έχω και τρία μουτσόπουλα που τους καιρούς γνωρίζουν», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούτσος + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλό-πουλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Templon — Rekonstruktionsversuch der Kirche St. Peter und Paul in Gerasa (1907) Templon (τέμπλον) bezeichnet die Abschrankung des Naos vom Allerheiligsten, dem Bereich des Altarraums, vor allem in orthodoxen Kirchen. Aus dieser Schrankenanlage entwickelt… …   Deutsch Wikipedia

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”